ήπιος

ήπιος
-α, -ο (AM ἤπιος, -ία, -ον και ἤπιος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.)
2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας»)
3. (για νόσους ή επιδημίες) αυτός που δεν είναι πολύ επικίνδυνος («γρίπη ήπιας μορφής»)
4. καταπραϋντικός, κατευναστικός («ήπια φάρμακα»)
αρχ.
1. (για αισθήματα) ευνοϊκός, ευμενής («ἤπιαι φρένες», Ευριπ.)
2. που δεν είναι ορμητικός («ἠπιώτερα ρεύματα», Μένων)
3. (για ποτό) ο γλυκός
4. φρ. «ἤπιον ἦμαρ» — ευνοϊκή μέρα για την έναρξη κάποιου πράγματος.
επίρρ...
ηπίως και ήπια (AM ἠπίως)
με πράο τρόπο, μαλακά, ήρεμα («ὡς ἠπίως ἐννέπειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται με αρχ. ινδ. āpi- «φίλος». Αντιδιαστέλλεται προς το νήπιος και συνοδεύεται συχνά από την παρομοίωση πατήρ ὥς ἤπιος ἦν. Η λ. αναφέρεται σε λόγια, σε φάρμακα, καθώς και σε θερμοκρασία.
ΠΑΡ. ηπιότης
(νεοελλ. -τητα)
αρχ.
ηπιαίνω, ηπιώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ηπιοδίνητος, ηπιόδωρος, ηπιοδώτας, ηπιόθυμος, ηπιόμητις, ηπιόμοιρος, ηπιόφρων, ηπιόχειρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἤπιος — gentle masc nom sg ἤπιος gentle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήπιος — α, ο επίρρ. α 1. ήρεμος, μετριοπαθής: Ήπιος χαρακτήρας. 2. εύκρατος: Ήπιο κλίμα. 3. μτφ., ήπιο πολιτικό κλίμα (χωρίς οξύτητες). 4. επιεικής: Ήπια τιμωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠπιώτερον — ἤπιος gentle adverbial comp ἤπιος gentle masc acc comp sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc comp sg ἤπιος gentle masc acc comp sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc comp sg ἤπιος gentle adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιώτατα — ἤπιος gentle adverbial superl ἤπιος gentle neut nom/voc/acc superl pl ἤπιος gentle adverbial superl ἤπιος gentle neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιώτατον — ἤπιος gentle masc acc superl sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc superl sg ἤπιος gentle masc acc superl sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπίως — ἤπιος gentle adverbial ἤπιος gentle masc acc pl (doric) ἤπιος gentle adverbial ἤπιος gentle masc/fem acc pl (doric) ἠπιόω feel easier imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤπιον — ἤπιος gentle masc acc sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc sg ἤπιος gentle masc/fem acc sg ἤπιος gentle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπίων — ἤπιος gentle fem gen pl ἤπιος gentle masc/neut gen pl ἤπιος gentle masc/fem/neut gen pl ἠπιόω feel easier imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 3rd pl (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιωτάτοις — ἤπιος gentle masc/neut dat superl pl ἤπιος gentle masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιωτάτου — ἤπιος gentle masc/neut gen superl sg ἤπιος gentle masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”